ἐγκεφάλου

ἐγκεφάλου
ἐγκέφαλος
of the brain
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”